- γλυκύχυλος
- γλῠκῠ-χῡλος, ον,A with sweet juices, Hp.Ep.16, Xenoc.24,30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλυκύχυλος — γλυκύχυλος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκούς χυμούς … Dictionary of Greek
γλυκύχυλος — with sweet juices masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυχύλους — γλυκύχυλος with sweet juices masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek